- προερχόμενοι
- προερχόμενοι , προέρχομαιgo forwardpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αγγλοσάξονες — Φυλή αποτελούμενη από τους Άγγλους, τους Σάξονες και τους Γιούτους. Προερχόμενοι από τη βόρεια Γερμανία, εγκαταστάθηκαν με συνεχείς μεταναστεύσεις τον 5o και 6o αι. μ.Χ. στη Βρετανία και έδωσαν τη σφραγίδα τους στην αγγλική γλώσσα και φιλολογία… … Dictionary of Greek
Χετταίοι ή Χιττίτες — Αρχαίος λαός που μιλούσε μια γλώσσα με ινδοευρωπαϊκή δομή και δημιούργησε κατά τη 2η χιλιετία π.Χ. στη Μικρά Ασία έναν από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της Μέσης Ανατολής. Εθνικά συγγενείς με τους Ουρίτες οι X. εμφανίστηκαν ξαφνικά στην… … Dictionary of Greek
Souliotes — Suli redirects here. This is also a suborder in the Pelecaniformes, containing gannets, boobies, cormorants and darters. The Souliotes (or Souliots, Suliots; Greek: Σουλιώτες) were the inhabitants of Souli, a historic mountain settlement 73 km… … Wikipedia
Δραβίδες — Σύνολο προάριων πληθυσμών, που σήμερα κατοικούν στη νότια Ινδία και υπερβαίνουν τα διακόσια εκατομμύρια. Η ονομασία δόθηκε από τους Ινδοϊρανούς εισβολείς (Αρίους) στον λαό στην ανατολική παράκτια περιοχή του Ντεκάν και αργότερα επεκτάθηκε σε… … Dictionary of Greek
Ιβηρία — Ονομασία δύο περιοχών της Ευρώπης κατά την αρχαιότητα. 1. Η περιοχή όπου κατοικούσαν οι Ίβηρες, στον χώρο της σημερινής Ισπανίας. Η ονομασία προσδιορίζει ιδιαίτερα το βορειοανατολικό τμήμα της χερσονήσου. Αργότερα, οι Ίβηρες κατόρθωσαν να… … Dictionary of Greek
Τουρκοκρητικός — ο, θηλ. Τουρκοκρητική και Τουρκοκρητικιά, Ν 1. συν. στον πληθ. οι Τουρκοκρητικοί ελληνόφωνοι, γενικά, μουσουλμάνοι που κατοικούσαν στην Κρήτη ώς το 1922 προερχόμενοι από εξισλαμισθέντες χριστιανούς κατά την περίοδο τής τουρκοκρατίας και ιδίως την … Dictionary of Greek
μετανάστευση — Στα πλαίσια της ευρύτερης έννοιάς του ο όρος μ. περιλαμβάνει την ιδέα της κίνησης, την αλλαγή τόπου διαμονής και μπορεί να αναφέρεται σε κάθε μετακίνηση –οριστική ή προσωρινή– ομάδων ανθρώπων ή ζώων, προς τόπους διαφορετικούς από εκείνους στους… … Dictionary of Greek
πλατωνικός — ή, ό / πλατωνικός, ή, όν, ΝΜΑ [Πλάτων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πλάτωνα ή στο φιλοσοφικό του σύστημα («πλατωνικοί διάλογοι») 2. (για πρόσ.) αυτός που ακολουθεί τη φιλοσοφία τού Πλάτωνος («πλατωνικός φιλόσοφος») νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον … Dictionary of Greek